14 Απρ Εσπερινό Γυμνάσιο Κομοτηνής – Άρωμα Πατρίδας
Από τη ραδιοφωνική ομάδα “ή seven ή eleven”
ΑΝΤΟΥΛΑ ΧΑΛΗΛ ΧΟΥΣΕΪΝ,
ΔΗΜΟΠΟΥΛΟΣ ΧΡΗΣΤΟΣ,
ΕΥΑΓΓΕΛΟΠΟΥΛΟΣ ΓΕΩΡΓΙΟΣ,
ΚΑΛΟΓΙΑΝΤΣΙΔΗΣ ΑΘΑΝΑΣΙΟΣ,
ΚΑΛΠΑΚΙΔΗΣ ΜΑΤΘΑΙΟΣ,
ΚΟΥΛΕΛΗΣ ΧΑΡΑΛΑΜΠΟΣ,
ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ ΚΥΡΙΛΛΟΣ,
ΤΙΧΟΝΟΒΑ ΑΝΑΣΤΑΣΙΑ,
ΤΙΧΟΝΩΦ ΙΩΑΝΝΗΣ,
ΧΟΥΣΕΪΝ ΣΕΔΑΤ
Χειμώνας βαρύς. Οι δρόμοι παγωμένοι. Στο μεγάλο πάρκο τα πάντα είναι χιονισμένα. Ψυχή πουθενά. Λίγοι άνθρωποι τυλιγμένοι στα βαριά παλτό τους προχωρούν βιαστικά, να φτάσουν στον προορισμό τους και να προστατευτούν από το τσουχτερό κρύο.
Ο μπαρμπα-Γιάννης βαδίζει βιαστικά, τρέχει σχεδόν, καθώς το κρύο τρυπά τα γέρικα κόκαλά του. Ξαφνικά, σε ένα παγκάκι , σα να βλέπει μια φιγούρα γνώριμη .
Αναστάση, φίλε μου, εσύ είσαι; Τι κάνεις; Πού είσαι ; Σε χάσαμε στο καφενείο, ανησυχήσαμε πολύ! Μας έλειψε η παρέα σου, οι ιστορίες σου, αλλά κι εκείνο το καθημερινό σου φευγιό στις επτά, για να προλάβεις τη ραδιοφωνική εκπομπή από την πατρίδα.
-Αχ Γιάννη, άστα! Είμαι πολύ στεναχωρημένος. Πριν λίγες μέρες, ο μικρός Αναστάσης έριξε και διέλυσε το ραδιοφωνάκι μου, το μόνο πράγμα που έφερα μαζί μου από την πατρίδα, το ανεκτίμητο δώρο της συγχωρεμένης της γυναίκας μου! Ήταν η παρηγοριά μου, η συντροφιά μου σε τούτο τον αφιλόξενο τόπο, που οι άνθρωποι τρέχουν , όλο τρέχουν, χωρίς να κοιτάζουν καν γύρω τους.
Δυσκολεύτηκε πολύ ο φίλος του να συνηθίσει τη νέα χώρα. Τους πρώτους μήνες, τον πρώτο χρόνο, δεν έβγαινε καθόλου από το μικρό σπίτι που νοίκιασαν τα παιδιά του, όταν αναγκάστηκαν να πάρουν το δρόμο της μετανάστευσης, για να βρουν μια καλύτερη τύχη. Σιγά σιγά και μετά από πιέσεις του γιου του και του μπαρμπα-Γιάννη, που ήταν απ’τους πρώτους Έλληνες που γνώρισαν, άρχισε λίγο λίγο να βγαίνει και να πηγαίνει σ’ ένα ελληνικό καφενείο, όπου μαζεύονταν οι ομογενείς της περιοχής. Εκεί έπινε το καφεδάκι του, αντάλλασσε μερικές κουβέντες με τους θαμώνες και αφηγούνταν με συγκίνηση ιστορίες απ’ την πατρίδα. Εκείνοι οι άνθρωποι δεν χόρταιναν να μιλούν για τις ομορφιές του τόπου τους! Μέχρι και διαγωνισμό έκαναν για να αναδείξουν τον καλύτερο! Αλλά κάθε μέρα στις επτά, λες κι ένα ξυπνητήρι χτυπούσε μέσα του, ο κυρ Αναστάσης ξαφνικά σταματούσε τις κουβέντες , χαιρετούσε κι έφευγε βιαστικά . Στην αρχή, έκανε εντύπωση σε όλους και, όταν τον ρώτησαν, η απάντησή του το και το φως στο πρόσωπό του, καθώς έλεγε «έχω ραντεβού», τους παραξένεψε. Πέρασε καιρός, για να καταλάβουν ότι το ραντεβού του ήταν με το ραδιοφωνάκι του. Κάθε βράδυ, την ίδια ώρα, άκουγε μια εκπομπή από την πατρίδα με παραδοσιακή μουσική και νέα του τόπου. Κόλλαγε το αυτί του στο ταλαιπωρημένο από το χρόνο και τη χρήση μηχάνημα και ταξίδευε στο παρελθόν, στον ευλογημένο τόπο που γεννήθηκε, αντρώθηκε, έκανε την οικογένειά του, έζησε λύπες, αλλά και χαρές μεγάλες. Ιερή η μία ώρα που κρατούσε η εκπομπή. Ο γιος και η νύφη του ήξεραν ότι δεν έπρεπε να τον ενοχλήσουν μέχρι να τελειώσει η εκπομπή. Μέχρι και την ώρα του βραδινού φαγητού άλλαξαν για να μη τη χάνει!
«Και τώρα εδώ μέσα στο κρύο κάθεται και μαραζώνει», σκέφτηκε με πικρία ο μπαρμπα-Γιάννης. Έστυψε το κεφάλι του να βρει λύση. Ήξερε ότι ο γιος του φίλου του, ζοριζόταν πολύ τον τελευταίο καιρό στα οικονομικά. Το δίχως άλλο, δε θα μπορούσε να του αγοράσει καινούριο. «Άντε Αναστάση, πάμε τώρα μη ξεπαγιάσουμε. Δεν είμαστε και παλικαράκια! Και θα βρεθεί η λύση!» είπε εύθυμα και άρχισαν να κατηφορίζουν παρέα.
Το βράδυ ο μπάρμπα-Γιάννης δεν μπορούσε να ησυχάσει. Στριφογύριζε στο κρεβάτι του, σηκωνόταν και περπατούσε πέρα-δώθε στη μικρή του κάμαρα, προσπαθώντας να βρει μια λύση. Έπρεπε να ξαναγυρίσει το χαμόγελο στο πρόσωπο του φίλου του. Πέρασαν ώρες πολλές. Η μέρα άρχισε να χαράζει και, ξαφνικά, πετάχτηκε από το κρεβάτι του με ένα χαμόγελο ζωγραφισμένο στα χείλη του, αναφωνώντας: «Εύρηκα! Εύρηκα!». Ντύθηκε βιαστικά και κίνησε για το καφενείο.
Όλοι είχαν ήδη μαζευτεί και απολάμβαναν το πρωινό τους καφεδάκι. Μετά τις καλημέρες, ο μπάρμπα -Γιάννης συγκέντρωσε όλους γύρω του και τους μίλησε για τη συνάντηση που είχε την προηγούμενη. Τους ζήτησε, παρ’ ότι ήξερε ότι όλοι ήταν πάνω -κάτω στην ίδια οικονομική δυσχέρεια, να βάλουν ρεφενέ όσα μπορούσε ο καθένας, για να πάρουν ένα καινούριο ραδιόφωνο στο φίλο τους. Αμέσως, όλοι έδειξαν το μεγαλείο τους. Πράγματι, σε κανένα δεν περίσσευαν τα χρήματα. Πράγματι, για όλους η ζωή στην ξενιτιά ήταν δύσκολη. Όμως αγαπούσαν το φίλο τους και ήξεραν τι έπρεπε να κάνουν.
Το μεσημέρι της επόμενης, κρατώντας ένα μεγάλο κουτί, χτυπούν την πόρτα του κυρ Αναστάση. Σάστισε ο γεράκος. Τους καλοδέχτηκε και αυτοί αμέσως του πρόσφεραν το δώρο τους. Το ξετύλιξε με ανυπομονησία.
Τα μάτια του άνοιξαν διάπλατα από τη μεγάλη έκπληξη!!!!
Ά ρε λεβεντογέννα πατρίδα σκέφτηκε και ξέσπασε σε λυγμούς, σα μικρό παιδί…………
Sorry, the comment form is closed at this time.