14 Απρ 2ο Γυμνάσιο Γέρακα – Εκπέμποντας το τελευταίο αντίο
Από την Όλγα Γερασίμου, Β3
Εδώ και μία εβδομάδα η μητέρα της Σουάν δεν μας επιτρέπει την έξοδο από το σπίτι. Λέει ότι η κατάσταση είναι σοβαρή. Χθες το βράδυ την άκουσα να συνομιλεί με τον πατέρα της Σουάν. Του έλεγε ότι δεν θέλει να της πει πόσο επικίνδυνα είναι τα πράγματα για να μην την τρομάξει. Από όλα τα ραδιόφωνα του σπιτιού ακούγονται ειδήσεις και τρομακτικά νέα για ό,τι συμβαίνει στη Χώρα της Συρίας. Τα τραγούδια, οι χαρούμενες φωνές και τα γέλια έχουν δώσει τη θέση τους σε μία απόκοσμη σιωπή που κάνει την καθημερινότητα ακόμη πιο μονότονη. Η μόνη παρηγοριά για τη Σουάν είμαι εγώ. Μόνο στο δικό μου πρόσωπο βρίσκει μία διέξοδο από τα προβλήματά της, ένα λιμάνι, ένα καταφύγιο που τις εξασφαλίζει προστασία, γαλήνη και παρηγοριά στις τρικυμίες που αντιμετωπίζει.
Όλα αυτά τα έβρισκε μέχρι πριν δύο μέρες. Μέχρι την στιγμή που η μητέρα της μπήκε φουριόζα στο δωμάτιό της, φωνάζοντας: «Γρήγορα, ετοιμάσου. Φεύγουμε». «Γιατί;» τη ρώτησε η Σουάν. «Κινδυνεύουμε», απάντησε. Κινδυνεύουμε… Η λέξη αυτή με βασάνιζε.
Δεν μπορώ να θυμηθώ τίποτα άλλο από εκείνη την ημέρα. Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι ξαφνικά βρέθηκα σε έναν σκοτεινό χώρο. Μπορούσα να ακούσω καθαρά κάποιον να ουρλιάζει. «Η Σουάν είναι;» αναρωτήθηκα, αφήνοντας τη σκέψη αυτή να ταλανίζει το μυαλό μου. Κρυμμένη σε αυτόν τον σκοτεινό χώρο μετρούσα τους χτύπους της καρδιάς της. 1,2,3… Από το πόσο γρήγοροι ήταν καταλάβαινα την αγωνία της. Ξάφνου σταμάτησε. «Τι έγινε τώρα;» απόρησα.
Την απορία μου έλυσε ο ήχος των κυμάτων που χτυπούσαν με ορμή τα βράχια. «Είμαστε σε θάλασσα; Τι κάνουμε εδώ;» αναρωτήθηκα. «Όλα θα πάνε καλά». Η φωνή της μητέρας της Σουάν ήταν τρεμάμενη. Πρώτη φορά ακουγόταν τόσο ταραγμένη. «Βάλε αυτό και μπες γρήγορα στη βάρκα» ξαναείπε. «Βάρκα; Φεύγουμε από τη Συρία; Είναι τόσο σοβαρά τα πράγματα;». Η φωνή της συνείδησής μου με προετοίμαζε για τα χειρότερα. Όντως, εγκαταλείπαμε την χώρα μας. Όντως, η κατάσταση ήταν πολύ σοβαρή. Όντως, όλα τα όνειρα της Σουάν για το μέλλον, όλες οι ελπίδες της γκρεμίζονταν μέσα σε μία στιγμή. «Γρήγορα! Πλησιάζει καταιγίδα», ακούστηκε η φωνή του πατέρα της. Η καρδιά της Σουάν χτυπούσε όλο και πιο γρήγορα καθώς ανέβαινε στη βάρκα. Μπορούσα να το νιώσω.
Εγώ και η Σουάν μοιραζόμασταν μία ιδιαίτερη σχέση από τότε που ήταν μικρή. Πάντα μου άρεσε να ακούω τα γέλια της, τα τραγούδια, την υπέροχη φωνή της. Όλα αυτά θα τελείωναν. Το ήξερα από τότε που με χρησιμοποίησαν για να μάθουν τα τρομακτικά νέα. Αυτή θα ήταν η τελευταία φορά που θα άκουγα τη φωνούλα της, που θα μετρούσα τα χτυποκάρδια της. Δεν θα ξανακούγαμε μαζί τραγούδια, ούτε θα ζούσαμε μαζί τις περιπέτειες που οραματιζόταν. Το χειρότερο όμως ήταν ότι δεν θα την έβλεπα να πραγματοποιεί τα όνειρά της. Αυτά που για ώρες την άκουγα να μιλά. Αυτά για τα οποία διαφωνούσε συνεχώς με τη μητέρα της. Αυτά τα οποία ήταν αισιόδοξη ότι θα ζήσει κάποια μέρα. Ένα μήνα πριν καβγάδιζαν. «Εγώ μία μέρα θα γίνω τραγουδίστρια!!!», είχε δηλώσει αποφασιστικά η Σουάν. «Ούτε στον ύπνο σου!! Θα μας ρεζιλέψεις! Πώς θα σε παντρέψουμε;» της είχε απαντήσει. Μετά από αρκετές τέτοιες σκηνές, η Σουάν κλεινόταν στο μικρό, σκοτεινό και κρύο δωμάτιο της. Τότε ήταν που ήρθαμε πιο κοντά από ποτέ. Την ταξίδευα με μελωδίες ευτυχίας και εκείνη αφηνόταν. Χαμογελούσε ονειροπόλα, βυθισμένη στην απέραντη θάλασσα της φαντασίας.
Πάντα ήλπιζε ότι κανείς δεν θα την έκρινε για την καταγωγή της, την κοινωνική της θέση, τη δουλειά των γονιών της και τη φτώχεια της οικογένειάς της. Νόμιζε ότι όλοι έχουν την αγνή καρδιά της. Όμως η ζωή της απειλείται εξαιτίας αυτών των ανθρώπων, των ανθρώπων που νόμιζε ότι θα την αποδεχτούν και θα την βοηθήσουν να εκπληρώσει τα όνειρά της. Όλα θα καταστραφούν εξαιτίας του εγωισμού και της ματαιοδοξίας τους. Γιατί ο πόλεμος μόνο όλεθρο μπορεί να φέρει. Τότε ήταν μικρή και δεν καταλάβαινε. Τώρα το ξέρει. Οι παλμοί της καρδιάς της γίνονταν όλο και πιο γρήγοροι, καθώς απομακρυνόμασταν από τη στεριά. Δεν πέρασε πολύ ώρα όταν ακούστηκε η πρώτη βροντή και φάνηκε ο πρώτος κεραυνός. «Όλα τελείωσαν», μου έλεγε η συνείδησή μου και ήταν από αυτές τις λίγες φορές που με έθλιβαν βαθιά οι αλήθειες που μου υπαγόρευε. Μπαμ… Άλλη μία βροντή και η βάρκα άρχισε να βουλιάζει. Παντού ακούγονταν φωνές. Η μητέρα της Σουάν την έπιασε από το χέρι, την έκλεισε στη ζεστή αγκαλιά της και της έδωσε ένα φιλί στο μέτωπο. «Πού είναι ο πατέρας;» την άκουσα να ρωτάει. Από τα μάτια της μητέρας κύλησαν δάκρυα ενώ αγκάλιαζε πιο σφιχτά την κόρη της. «Η μητέρα κλαίει; Τα πράγματα είναι πολύ άσχημα» μου έλεγε και μου ξαναέλεγε η φωνή του βαθύτερου εαυτού μου. Και εγώ αρνούμουν να την ακούσω. «Όλα θα πάνε καλά» σκέφτηκα, αλλά δεν κατάφερα να πείσω ούτε τον ίδιο μου τον εαυτό. Ένιωθα την Σουάν να τρέμει. Όχι μόνο από το τσουχτερό κρύο αλλά και από την ταραχή και την αγωνία. Ένα τεράστιο κύμα σκέπασε τη βάρκα μας οδηγώντας την προς το βυθό της θάλασσας. «Αντίο Σουάν». Καθώς βυθιζόμουν ένιωθα κάθε ήχο να με εγκαταλείπει. Κάθε τραγούδι, μελωδία, κάθε ενέργεια. Τίποτα όμως δεν με πόνεσε περισσότερο από το να βλέπω τη Σουάν να βουλιάζει προσπαθώντας απεγνωσμένα να κολυμπήσει προς την επιφάνεια. Τίποτα δεν με πλήγωσε παραπάνω από το να βλέπω κάθε ανάμνηση να χάνεται, ό,τι έζησα με την Σουάν να σβήνει και να εξαφανίζεται μαζί με εμένα. Όλα αυτά εξαιτίας της αλαζονείας και των άγριων ενστίκτων «ανθρώπων» που καταλάγιαζαν με τον αφανισμό ανθρώπινων ψυχών, το σβήσιμο κάθε χαμόγελου από τα παιδικά χείλη και τον θάνατο κάθε ελπίδας για το μέλλον… Ποιο μέλλον άραγε; Ο πόλεμος δεν παραχωρεί θέση στο μέλλον, το σκοτώνει οδυνηρά σε ένα μάταια συντριπτικό παρόν.
Αφήνοντας την τελευταία μου νότα ζωής, μόνο ένα πράγμα με ενδιέφερε. Θα μπορέσει κανείς να σώσει την Σουάν; Να της προσφέρει την αγάπη και την φροντίδα που χρειάζεται για να πιστέψει ξανά στους ανθρώπους; Να της δώσει όραμα για ένα καλύτερο μέλλον; Εγώ πάντως δεν τα κατάφερα. Αφού είμαι απλώς ένα ραδιοφωνάκι τσέπης…
Sorry, the comment form is closed at this time.