6ο Φεστιβάλ Μαθητικού Ραδιοφώνου | 4ο Γυμνάσιο Κέρκυρας – Η ζωή κάποιου μπορεί να αλλάξει μόνο με κάτι που άκουσε στο ράδιο
36874
post-template-default,single,single-post,postid-36874,single-format-standard,ajax_updown,page_not_loaded,,vertical_menu_enabled,side_area_uncovered_from_content,overlapping_content,footer_responsive_adv,qode-theme-ver-9.1.2,wpb-js-composer js-comp-ver-6.6.0,vc_responsive,elementor-default,elementor-kit-42712
 

14 Απρ 4ο Γυμνάσιο Κέρκυρας – Η ζωή κάποιου μπορεί να αλλάξει μόνο με κάτι που άκουσε στο ράδιο

Σπύρος Σπιτιέρης, Β τάξη

 

Πρώτη του Σεπτέμβρη. Ξύπνησε ο Κώστας πρωί πρωί, πήγε στην κουζίνα, έφαγε μόνο μια φέτα τσουρέκι και κάθισε, για να ξεκινήσει την αναμετάδοση. Δεν ήταν πρώτη του φορά, ήξερε, ο ταχυδρόμος θα ΄ρθει στις οκτώ ακριβώς και οκτώ και δύο ξεκινά να διαβάζει τις εφημερίδες και τα νέα.

Στο πρωτοσέλιδο έγραφε: «Πρώτη Σεπτεμβρίου 2004 θα κλείσουν οριστικά οι μικροί ραδιοφωνικοί σταθμοί με έλεγχο και όποιος δεν κλείσει τον δικό του θα λάβει πρόστιμο χιλιάδων ευρώ και θα μπορεί να χαρακτηριστεί εγκληματίας».

Ο Κώστας σώπασε, τα μάτια του γούρλωσαν και η καρδιά του πήδησε έναν παλμό. «Μα γιατί σε μένα;», λέει έχοντας στο μυαλό του την ανεργία του, τη φτώχια του, τον στάβλο που είχε για σπίτι και το για μήνες άδειο του ψυγείο. Το σπίτι ηταν δικό του, τυχερός ήταν που δεν του το είχε πάρει η γυναίκα του, όταν έφυγε. Για τον ραδιοφωνικό σταθμό όμως είχε τεράστια συναισθήματα. Ήταν χόμπι του πατέρα του και δεν μπορούσε χωρίς αυτόν, ήταν, θα έλεγε κανείς, το μόνο πράγμα που τον κρατούσε ζωντανό και όρθιο, ακόμη κι ας μην είχε σχεδόν κανέναν ακροατή.

Συνεχίζει λοιπόν την εφημερίδα, ώσπου φτάνει στις αγγελίες ευρέσεως εργασίας και διαβάζει: «Οικοδομή χρειάζεται εργάτες για το κτίσιμο ραδιοφωνικού σταθμού». Ο Κώστας πάντα ήθελε να φτιάξει ραδιοφωνικό σταθμό, ήταν το όνειρό του από την αρχή, μελετούσε το θέμα και έκανε σχέδια, και ας μην ήταν αρχιτέκτονας, ήξερε τι ήθελε ένας επαγγελματικός σταθμός και γι΄ αυτό με το που τελείωσε την αναμετάδοση στις δώδεκα και έβαλε μουσική για την υπόλοιπη μέρα, έφυγε, χύθηκε στον δρόμο και πήγε κατευθείαν στην οικοδομή.

Έμενε πολύ κοντά και έφτασε γρήγορα; Ίσως όμως απλώς να του φάνηκε κοντά, γιατί πάντα περπατούσε, δεν είχε αυτοκίνητο. Είδε δυο κυρίους με κοστούμι έξω από το εργοτάξιο, φορούσαν πορτοκαλί κράνη στα κεφάλια. Συζητούσαν στη σκιά ενός μεγάλου φορτηγού, σκυμμένοι πάνω από έναν πίνακα μπλε χρώματος με οικοδομικά σχέδια.

Κοίταξε γύρω του ο Κώστας, βρήκε το θάρρος και τους μίλησε.

-Καλημέρα σας, διάβασα στην εφημερίδα την αγγελία σας και ήρθα να βοηθήσω.

-Καλημέρα, αδερφέ, καμιά άλλη δουλειά κάνεις;

-Όχι, κύριε, άνεργος. Μόνον έναν ραδιοφωνικό σταθμό λειτουργώ και τίποτε άλλο.

-Ραδιοφωνικό σταθμό, ε; Και… δηλαδή ξέρεις πώς δομείται ένας;

-Έτσι λέω, κύριε, πιστεύω πως ναι.

-Πώς σε λένε, λοιπόν;

-Κώστα, κύριε.

-Δε θα με λες κύριο εμένα, Αργύρη θα με λες και ο μπρατσαράς, να ξέρεις, είναι ο Νώντας.

-Χαίρομαι που σας γνωρίζω και τους δυο. Πότε ξεκινάμε;

-Φίλε, από οικοδομή ξέρεις;

-Όχι και τόσο… για να πω την αλήθεια.

-Τότε τι να κουβαλήσεις; Εσύ, εδώ θα μείνεις, που ξέρεις από ραδιοφωνικούς σταθμούς.

Ο Κώστας είχε μπερδευτεί λίγο από τη συμπεριφορά του Αργύρη, δεν τον περίμενε τόσο ανοικτό, ο Νώντας όμως δε μίλησε καθόλου. Κάθισαν και οι τρεις πλέον πάνω από τον μπλε πίνακα και ξεκίνησαν το σχέδιο. Ο Κώστας έλεγε πού θα πάει το κάθε τι και ο Νώντας σχεδίαζε. Χωρίς καν να το καταλάβει ο Κώστας, ο ήλιος είχε πέσει, του άρεσε που δούλευε επιτέλους και του φαινόταν σαν πρότζεκτ, όχι σαν αγγαρεία.

Πήγε λοιπόν σπίτι πολύ ευχαριστημένος και κοιμήθηκε ήρεμος εκείνο το βράδυ. Το πρωί όταν ξύπνησε, σκέφτηκε ότι δεν είχαν πει τίποτα για πληρωμή την προηγούμενη μέρα αυτός και ο Αργύρης. Ανησύχησε λίγο και δεν ξεκίνησε αναμετάδοση, έφυγε κατευθείαν για την οικοδομή. Δεν ήξερε τι τον περίμενε στο δρόμο όμως, ή μάλλον ποιά.

Την ώρα που έβγαινε από την πολυκατοικία, βλέπει τη Μαρία, την πρώην του. Έπαθε ένα μικρό σοκ και δεν ήξερε πώς να αντιδράσει. Ήταν η τελευταία του σχέση. Είχαν χωρίσει σχεδόν πριν είκοσι μέρες. Η Μαρία τον χαιρετά και του λέει πως γι΄αυτόν ήρθε και θα ανέβαινε και πάνω στο σπίτι. Ο Κώστας πάντα νόμιζε πως η σχέση τους μπορούσε να δουλέψει ακόμη, πίστευε ότι δεν είχαν μείνει αρκετό καιρό μαζί, για να γνωρίσουν τι θα πει να ζει ο ένας με τον άλλον, τρεις μήνες μόνο. Η Μαρία όμως ήταν εκεί, για να του πει ότι δεν άντεχε να ζει μόνη της, και γι’ αυτό είχε έρθει, για να πει στον Κώστα να τα ξαναφτιάξουν, δεν της άρεσε και δεν ένιωθε ωραία μόνη της. Ο Κώστας, μπερδεμένος εκείνη τη στιγμή, δεν ήξερε τι να πει. Δέχτηκε όμως και αποφάσισε να της πει και για την οικοδομή στην οποία δούλευε.

Η Μαρία γέλασε και τον ρώτησε:

-Εσύ οικοδομή; Τι στο καλό;

-Ναι, εγώ οικοδομή, τώρα που το λες δεν το ’χα καταλάβει. Πρέπει να φύγω όμως, γιατί με περιμένουν.

Στο δρόμο για την οικοδομή ο Κώστας θυμήθηκε τα λόγια του πατέρα του: «Η ζωή κάποιου μπορεί να αλλάξει μόνο με κάτι που άκουσε στο ράδιο».

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.