6ο Φεστιβάλ Μαθητικού Ραδιοφώνου | 4ο Γυμνάσιο Κέρκυρας – Στα μεσαία
36792
post-template-default,single,single-post,postid-36792,single-format-standard,ajax_updown,page_not_loaded,,vertical_menu_enabled,side_area_uncovered_from_content,overlapping_content,footer_responsive_adv,qode-theme-ver-9.1.2,wpb-js-composer js-comp-ver-6.6.0,vc_responsive,elementor-default,elementor-kit-42712
 

14 Απρ 4ο Γυμνάσιο Κέρκυρας – Στα μεσαία

Από την μαθήτρια Παπαδάτου Εμμανουέλα

 

«Μανωλάκη, 7 η ώρα, ξεκινάει η εκπομπή!»

Φωνάζει η μαμά από την κουζίνα και η φωνή της, όπως πάντα, είναι γεμάτη στοργή. Τρέχω στο σαλόνι και κάθομαι στην ξεθωριασμένη πολυθρόνα, επιτέλους ήρθε αυτή η ώρα της ημέρας, η ώρα που ο πατέρας γυρνάει από την οικοδομή, που η μαμά τελειώνει τις δουλειές της, και έτσι καθόμαστε όλοι μαζί γύρω από το ραδιόφωνο, που με τόσο κόπο καταφέραμε να αγοράσουμε.

«Δύσκολες εποχές», λέει ο εκφωνητής στα μεσαία, «δεκαετία του ’60 έφτασε και ακόμα καμιά πρόοδος!». Άκουσα προχτές τη μαμά να λέει πως ούτε κι αυτόν το μήνα δε θα καταφέρουμε να κρατήσουμε λεφτά στην άκρη και πως ο πατέρας φτάνει στο σημείο να δουλεύει δεκαπέντε ώρες την ημέρα. Δε διαμαρτύρομαι όμως ποτέ. Ούτε όταν οι συμμαθητές μου με κοροϊδεύουν για τις τρύπες στα παντελόνια και τα μπαλώματα στις μπλούζες, ούτε όταν χρησιμοποιώ τα ίδια μολύβια και τη φθαρμένη γομολάστιχα τόσον καιρό. Καταλαβαίνω… δεν είμαι κανένα κουτορνίθι, σέβομαι και εκτιμώ τις προσπάθειες των γονιών μου, για να έχω ένα πιάτο φαΐ κάθε μεσημέρι, και το ραδιοφωνάκι που πήραμε μού είναι υπεραρκετό, άλλωστε αυτό είναι η μόνη μου διασκέδαση.

Κάθε μεσημέρι κάνω γρήγορα τα μαθήματά μου, για να προφτάσω την αγαπημένη μου εκπομπή με τη Θεία Νίκη, η οποία αφηγείται διάφορα παραμύθια. Όλα τα παιδιά του χωριού καθόμαστε μέχρι το τελευταίο λεπτό, ώστε να ακούσουμε τις όμορφες ιστορίες της, είναι λες και χάνομαι σε έναν καινούριο κόσμο κάθε φορά. Ο μαγικός κόσμος του ραδιοφώνου! Πόσο θα ήθελα να είμαι μέρος του, μπορείς να πεις και να συζητήσεις με τους ακροατές σου ό,τι θέμα θες, να κάνεις όποιον τύπο εκπομπής θες. Αλλά το πιο σημαντικό είναι η σχέση με το κοινό σου και η ελευθερία του λόγου, αυτό σε κάνει καλό ραδιοφωνικό παραγωγό.

Την Τρίτη 28 Οκτωβρίου δεν κάναμε μάθημα στο σχολείο, έχουν πια περάσει είκοσι τόσα χρόνια από το «ΟΧΙ» που είπαμε στους Ιταλούς και είχαμε να διοργανώσουμε μια μεγάλη γιορτή. Το θεατρικό που ανέβασαν οι μαθητές της τρίτης τάξης είχε θέμα την επικοινωνία των Ελλήνων μέσω του ραδιοφώνου με τον απλό κοσμάκη κατά την περίοδο της Κατοχής. Μπορώ να πω ότι τα παιδιά ερμήνευσαν τους ρόλους τους σαν πραγματικοί ηθοποιοί, δίνοντάς μας να καταλάβουμε και τη χρήση του ραδιοφώνου εκείνα τα χρόνια. Οι πολίτες έβαζαν κρυφά ξένους σταθμούς, ώστε να μπορούν να μαθαίνουν τις εξελίξεις από το μέτωπο και να μένουν ενήμεροι. Δύσκολα χρόνια! Αν δεν είχαν και το ραδιόφωνο δε θα ήξεραν τι να περιμένουν την επόμενη μέρα! Τότε, μετά την παρακολούθηση του θεατρικού, μου ήρθε στο μυαλό η τέλεια ιδέα –να ξεκινήσω τον δικό μου ραδιοφωνικό σταθμό στο σχολείο!

Το επόμενο μεσημέρι πήγα με τον πατέρα στο μοναδικό κτηματάκι μας, διότι είναι ο καιρός της συγκομιδής και έπρεπε να δούμε αν έχουν αρκετές ελιές τα δέντρα μας. Αφού τελειώσαμε και κουβαλήσαμε μέχρι το σπίτι τα τσουβάλια με τις ελιές, έτρεξα προς το μαγαζί του κυρ Μίμη, για να μάθω τις τιμές για τα κατάλληλα μηχανήματα. Όμως η προσπάθειά μου να παζαρέψω την τιμή ήταν μάταιη. «Περιμένεις να δώσω ολόκληρο ραδιοφωνικό εξοπλισμό σ’ ένα παιδαρέλι, αλητάκο σαν και σένα;». Αυτά ακριβώς ήταν τα λόγια του κυρ Μίμη. Παιδαρέλι; Αλητάκος; Ποιος νομίζει ότι είμαι; Μπορεί λεφτά πολλά να μην έχω, αλλά ποτέ δεν θα μπορούσα να χαρακτηριστώ ως ένας αλήτης!

Εκείνο το βράδυ η μαμά έφτιαξε το αγαπημένο μου φαγητό, φασολάδα, αλλά δεν κατέβαινε μπουκιά. Μετά από το μεσημεριανό γεγονός η διάθεση μου ήταν ακριβώς όπως ο καιρός, μουντή και βροχερή. Κάποια στιγμή, όταν η μαμά παρατήρησε ότι δεν έτρωγα, μου ψιθύρισε στο αυτί: «Μην ανησυχείς, Μανωλιό μου, όλα θα φτιάξουν, κάποια μέρα όλα σου τα όνειρα θα γίνουν πραγματικότητα!»

Έτσι κι εγώ δεν το έβαλα κάτω, σιγά σιγά ξεκίνησα να μαζεύω ό,τι μπορούσα. Την παλιά ντουντούκα του πατέρα, ένα μικρό σκαμνάκι, χαρτιά, μολύβια και προσπαθούσα να συγκεντρώσω χρήματα, για ν’ αγοράσω ένα μικρό μαγνητοφωνάκι. Είχα ένα σχέδιο, ένα σχέδιο που θα μπορούσε να είναι η αρχή για ένα πραγματικά δημιουργικό μέλλον. Θα έμενα κάθε μεσημέρι στο σχολείο δέκα λεπτά περισσότερο και θα τοποθετούσα το σκαμνάκι μου δίπλα από την κεντρική πύλη. Την ώρα που οι μαθητές θα εξέρχονταν, εγώ, ανεβασμένος πάνω στο σκαμνί, θα έλεγα τα νέα της ημέρας σαν ένας πραγματικός εκφωνητής ραδιοφωνικού σταθμού.

Δεν άργησε πολύ η μέρα που τα παιδιά ξεκίνησαν να ακούνε τι έλεγα και κάποιοι να έρχονται ακόμα και τριγύρω μου, για να καταλαβαίνουν καλύτερα τα θέματα στα οποία αναφερόμουν. Στο τέλος της σχολικής χρονιάς η μαμά και ο πατέρας ήρθαν κοντά μου, ενώ εγώ ήμουν στο δωμάτιό μου. Ποτέ ξανά δεν είχαν έρθει και οι δυο μαζί να κάτσουν μαζί μου και απλώς να με κοιτάνε! Αυτό ένα πράγμα σήμαινε, το έβλεπα στα μάτια τους, ήταν περήφανοι για μένα!

 

«Κύριε Μανώλη, 7 η ώρα, ξεκινάει η εκπομπή!».

Αφήνω κάτω το στιλό και κλείνω το τετράδιο.

 

Αρχίζω απλά, όπως πάντα.

 

«Αγαπητοί ακροατές, καλώς ήρθατε και πάλι στον σταθμό μας».

No Comments

Sorry, the comment form is closed at this time.